- χωραρχία
- χωρ-αρχία, ἡ,A district under a governor, S.Pelekides 74 ([place name] Thessalonica).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωραρχία — ἡ, ΜΑ, και χωριαρχία Α [χωράρχης] μσν. η κυριαρχία σε χώρα αρχ. περιοχή που ανήκει στη δικαιοδοσία ενός διοικητή … Dictionary of Greek
χωραρχίαν — χωραρχίᾱν , χωραρχία district under a governor fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριαρχία — ἡ, Α βλ. χωραρχία … Dictionary of Greek